Ενα είναι σίγουρο. Με τις σημερινές
συνθήκες, η πολιτεία δεν μπορούσε ακόμα και αν το ήθελε να προχωρήσει σε
ένα τόσο εκτεταμένο, εμβληματικό, πρωτοποριακό και επιδραστικό
πρόγραμμα όπως το πρόγραμμα «Ξενία» τις δεκαετίες ’50 και ’60. Σήμερα,
μισό αιώνα μετά, πολλά από τα εμβληματικά μοντερνιστικά κτίρια εκείνης
της εποχής έχουν περάσει στη λήθη, αφού μεσολάβησαν μερικές δεκαετίες
λανθασμένων αποφάσεων και εγκατάλειψης. Με δεδομένο ότι αρκετές
προσπάθειες έχουν αποτύχει στο παρελθόν, η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου
Α.Ε. (ΕΤΑΔ) επιχειρεί μια νέα προσέγγιση: ξεκινάει από τον Νοέμβριο
ηλεκτρονικούς διαγωνισμούς για τη μίσθωση 13 Ξενία, προτάσσοντας αυτή τη
φορά την επαναλειτουργία τους έναντι του οικονομικού οφέλους.
Σήμερα, στην ιδιοκτησία της ΕΤΑΔ βρίσκονται 26 Ξενία. Από αυτά, τα επτά είναι μισθωμένα, τα έξι είναι «δεσμευμένα» με προηγούμενες αποφάσεις της εταιρείας και τα 13 είναι ελεύθερα προς αξιοποίηση. Τα ελεύθερα ακίνητα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες προτεραιότητας: η πρώτη περιλαμβάνει τα Ξενία Εδεσσας, Κομοτηνής, Καστανιάς, Βυτίνας και Χίου. Και η δεύτερη τα Ξενία Ανδρου, Αρχαίας Ολυμπίας, Θάσου, Καλεντζίου Αχαΐας, Καρτερού Ηρακλείου, Κοζάνης, Πλαταμώνα και Τσαγκαράδας Πηλίου. Ο διαγωνισμός θα πραγματοποιηθεί μέσω e-auction (ηλεκτρονική διαγωνιστική διαδικασία) και θα αφορά τη μίσθωσή τους για διάστημα έως 49 χρόνια.
«Τουριστικό κεφάλαιο»
«Τα Ξενία αποτέλεσαν ένα τουριστικό κεφάλαιο σε περιοχές που ήταν ήδη αναπτυγμένες τουριστικά ή σε πόλεις και χωριά που βρίσκονταν μακριά από τον τουριστικό χάρτη», λέει στην «Κ» ο Γιάννης Πολύζος, πρόεδρος της ΕΤΑΔ και ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. «Ο ΕΟΤ χρησιμοποίησε το καλύτερο δυναμικό για την εποχή, που δεν ήταν απαραίτητα επώνυμοι, αλλά ήταν πρωτοπόροι, υπό την καθοδήγηση του Χαράλαμπου Σφαέλλου και του Αρη Κωνσταντινίδη. Ομως μερικές δεκαετίες αργότερα, το Δημόσιο δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις αλλαγές της τουριστικής αγοράς με αποτέλεσμα πολλά από τα Ξενία να κλείσουν.
Στόχος μας είναι να ξαναζωντανέψουμε αυτά τα επώνυμα ξενοδοχεία, που
είναι εξαιρετικά τοποθετημένα σε σχέση με τον ιστό των πόλεων ή τις
περιοχές όπου βρίσκονται, ώστε το καθένα με τη δική του προσωπικότητα να
δημιουργήσει ένα ισχυρό τοπόσημο».
Με εξαίρεση τις περιοχές εκείνες στις οποίες η Αυτοδιοίκηση είχε διαφορετικά σχέδια για την τύχη των κτιρίων (ορισμένα από τα οποία έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα), η ανταπόκριση των τοπικών κοινωνιών στο νέο πρόγραμμα της ΕΤΑΔ για τα Ξενία είναι γενικά καλή. «Το Ξενία μας βρίσκεται σε ένα πολύ κεντρικό σημείο, στην Bella Vista, την τουριστική παραλία της πόλης», λέει ο Μανώλης Βουρνούς, δήμαρχος της Χίου. «Τα τελευταία δέκα χρόνια έχει εγκαταλειφθεί. Είναι επόμενο όχι μόνο να στηρίζουμε την αξιοποίησή του, αλλά να πιέζουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Κατ’ αρχήν, η θέση του στον πολεοδομικό ιστό είναι πολύ κρίσιμη για να έχουμε ένα “αστικό κενό”, ένα “νεκρό” κτίριο. Επιπλέον δεν πρόκειται για ένα τυχαίο ξενοδοχείο για το νησί μας. Θεωρούμε λοιπόν ότι η επαναλειτουργία του όχι μόνο θα φέρει έσοδα στο νησί, αλλά θα ενισχύσει το τουριστικό δυναμικό της Χίου».
Το Ξενία της Χίου κατασκευάστηκε το 1958-59 με αρχιτέκτονα τον Κωνσταντίνο Σταμάτη και χαρακτηρίστηκε μνημείο το 2012. Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο 1.572 τ.μ., με δυναμικότητα 50 κλινών. Το ισόγειο περιλάμβανε τους κοινόχρηστους χώρους του ξενοδοχείου (υποδοχή, σαλόνι, εστιατόριο, μπαρ) και τους χώρους βοηθητικής χρήσης, ενώ τα δωμάτια είναι μοιρασμένα στους ορόφους, τα περισσότερα με θέα προς τη θάλασσα.
Η υποδειγματική αρχιτεκτονική και τα λάθη της πολιτείας
«Την εποχή που ξεκίνησαν τα Ξενία δεν υπήρχε ακόμα μαζικός τουρισμός. Ηταν μια αγνή, από τουριστική άποψη, περίοδος την οποία σήμερα βλέπουμε με νοσταλγία. Ο ΕΟΤ δεν πήρε απλά γη για να χτίσει ξενοδοχεία. Εφτιαξε πρότυπες μονάδες τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία, ήθελε να υποδείξουν πώς πρέπει να αναπτυχθεί ο τουρισμός στην Ελλάδα».
Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Φιλιππίδης, ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ και ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά της ελληνικής αρχιτεκτονικής, εξηγεί τον ρόλο που διαδραμάτισαν τα Ξενία στη γέννηση της τουριστικής αγοράς στη χώρα μας και την αρχιτεκτονική και ιστορική τους σημασία. «Ηταν μικρές μονάδες που εντάσσονταν στην περιοχή και το τοπίο με φοβερή σχολαστικότητα. Ο ρόλος τους ήταν υποδειγματικός. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τι χτιζόταν λίγο νωρίτερα και παράλληλα στην Ελλάδα. Τα Ξενία λοιπόν έβαλαν ένα “γκέμι” για το τι πουλάς στους ξένους. Η υπερβολική “ελληνικότητα” και “γλυκερότητα” με την οποία είχαν πειραματιστεί οι προηγούμενοι, με τον Αρη Κωνσταντινίδη κόβεται με το μαχαίρι. Η αρχιτεκτονική συγκρατήθηκε και δεν έγινε σκηνογραφία, για παράδειγμα δεν έμοιαζε το Ξενία της Καλαμπάκας με μοναστήρι».
Η κλίμακά τους ήταν ιδιαίτερα σημαντική. «Επίτηδες ήταν μικρά. Ηταν ένα υπόδειγμα του πώς μπορούν να γίνουν περισσότερα δωμάτια χωρίς να καταλήξεις με ένα κτίριο-μπαούλο, μια πολυκατοικία. Αυτό ήταν και το δεύτερο μάθημα που έδωσαν τα Ξενία, τα μεγέθη».
Η έλευση του μαζικού τουρισμού ήταν η «ταφόπλακα» των Ξενία. «Οταν άρχισαν τα τσάρτερ, ήταν αδύνατο πια να εξυπηρετηθούν από τα Ξενία. Ακολούθησε η απαίτηση περισσότερες κλίνες, για πολυτέλεια, ανεβασμένες παροχές. Τα Ξενία ήταν λιτά και δεν μπορούσαν πλέον να πρωταγωνιστούν. Δεν ήταν όμως απαραίτητο να κλείσουν, πάντα υπάρχει περιθώριο για μονάδες με διαφορετικές προδιαγραφές. Ο ΕΟΤ φρόντισε να τα εκμισθώσει σε ιδιώτες που τα επισκεύαζαν στοιχειωδώς, κάτι που συνέβαλλε στην απαξίωση και σταδιακή τους εγκατάλειψη. Σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όμως, ανάλογα ξενοδοχεία λειτούργησαν με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, απευθυνόμενα σε έναν εξειδικευμένο τουρισμό».
Ο κ. Φιλιππίδης πιστεύει ότι η κήρυξή τους ως διατηρητέα δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. «Την εποχή που τα γκρέμιζαν ή τα άφηναν να ρημάξουν, ο σύλλογος των αρχιτεκτόνων και το ΤΕΕ έκαναν πάρα πολλές προσπάθειες για τη διάσωσή τους. Μέσα από αυτή τη φασαρία, κατέληξε να κηρυχθεί διατηρητέος ένας μικρός αριθμός Ξενία. Αυτή η επιλογή όμως ήταν ατυχής, κανείς δεν είδε τα πράγματα με ρεαλισμό, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως τι θα ήταν πρακτικά χρήσιμο ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν. Ποτέ δεν είδε η πολιτεία το θέμα με πρακτική ματιά, πόσα και ποια πρέπει να σωθούν, με ποιον τρόπο. Κατά τη γνώμη μου χρειάζεται μια μελέτη που να κρίνει με ψυχρή λογική και μια πολιτεία που να αναζητήσει τα επιχειρηματικά σχήματα εκείνα που θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας κάτι τέτοιο».
Το πρόγραμμα «Ξενία» δεν περιελάμβανε μόνο ξενοδοχεία, αλλά περισσότερα από 70 τουριστικά κτίρια, όπως οδικούς σταθμούς και τουριστικά περίπτερα. Χωρίστηκε σε δύο φάσεις: στην πρώτη (1951-57) υπό τον Χαράλαμπο Σφαέλλο και τη δεύτερη (1957-1967) υπό τον Αρη Κωνσταντινίδη. Τα ξενοδοχεία ήταν περισσότερα από 50 εκ των οποίων τουλάχιστον τρία έχουν κατεδαφιστεί και αρκετά έχουν αλλάξει χρήση.
Σήμερα, στην ιδιοκτησία της ΕΤΑΔ βρίσκονται 26 Ξενία. Από αυτά, τα επτά είναι μισθωμένα, τα έξι είναι «δεσμευμένα» με προηγούμενες αποφάσεις της εταιρείας και τα 13 είναι ελεύθερα προς αξιοποίηση. Τα ελεύθερα ακίνητα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες προτεραιότητας: η πρώτη περιλαμβάνει τα Ξενία Εδεσσας, Κομοτηνής, Καστανιάς, Βυτίνας και Χίου. Και η δεύτερη τα Ξενία Ανδρου, Αρχαίας Ολυμπίας, Θάσου, Καλεντζίου Αχαΐας, Καρτερού Ηρακλείου, Κοζάνης, Πλαταμώνα και Τσαγκαράδας Πηλίου. Ο διαγωνισμός θα πραγματοποιηθεί μέσω e-auction (ηλεκτρονική διαγωνιστική διαδικασία) και θα αφορά τη μίσθωσή τους για διάστημα έως 49 χρόνια.
«Τουριστικό κεφάλαιο»
«Τα Ξενία αποτέλεσαν ένα τουριστικό κεφάλαιο σε περιοχές που ήταν ήδη αναπτυγμένες τουριστικά ή σε πόλεις και χωριά που βρίσκονταν μακριά από τον τουριστικό χάρτη», λέει στην «Κ» ο Γιάννης Πολύζος, πρόεδρος της ΕΤΑΔ και ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. «Ο ΕΟΤ χρησιμοποίησε το καλύτερο δυναμικό για την εποχή, που δεν ήταν απαραίτητα επώνυμοι, αλλά ήταν πρωτοπόροι, υπό την καθοδήγηση του Χαράλαμπου Σφαέλλου και του Αρη Κωνσταντινίδη. Ομως μερικές δεκαετίες αργότερα, το Δημόσιο δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις αλλαγές της τουριστικής αγοράς με αποτέλεσμα πολλά από τα Ξενία να κλείσουν.
Με εξαίρεση τις περιοχές εκείνες στις οποίες η Αυτοδιοίκηση είχε διαφορετικά σχέδια για την τύχη των κτιρίων (ορισμένα από τα οποία έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα), η ανταπόκριση των τοπικών κοινωνιών στο νέο πρόγραμμα της ΕΤΑΔ για τα Ξενία είναι γενικά καλή. «Το Ξενία μας βρίσκεται σε ένα πολύ κεντρικό σημείο, στην Bella Vista, την τουριστική παραλία της πόλης», λέει ο Μανώλης Βουρνούς, δήμαρχος της Χίου. «Τα τελευταία δέκα χρόνια έχει εγκαταλειφθεί. Είναι επόμενο όχι μόνο να στηρίζουμε την αξιοποίησή του, αλλά να πιέζουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Κατ’ αρχήν, η θέση του στον πολεοδομικό ιστό είναι πολύ κρίσιμη για να έχουμε ένα “αστικό κενό”, ένα “νεκρό” κτίριο. Επιπλέον δεν πρόκειται για ένα τυχαίο ξενοδοχείο για το νησί μας. Θεωρούμε λοιπόν ότι η επαναλειτουργία του όχι μόνο θα φέρει έσοδα στο νησί, αλλά θα ενισχύσει το τουριστικό δυναμικό της Χίου».
Το Ξενία της Χίου κατασκευάστηκε το 1958-59 με αρχιτέκτονα τον Κωνσταντίνο Σταμάτη και χαρακτηρίστηκε μνημείο το 2012. Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο 1.572 τ.μ., με δυναμικότητα 50 κλινών. Το ισόγειο περιλάμβανε τους κοινόχρηστους χώρους του ξενοδοχείου (υποδοχή, σαλόνι, εστιατόριο, μπαρ) και τους χώρους βοηθητικής χρήσης, ενώ τα δωμάτια είναι μοιρασμένα στους ορόφους, τα περισσότερα με θέα προς τη θάλασσα.
Η υποδειγματική αρχιτεκτονική και τα λάθη της πολιτείας
«Την εποχή που ξεκίνησαν τα Ξενία δεν υπήρχε ακόμα μαζικός τουρισμός. Ηταν μια αγνή, από τουριστική άποψη, περίοδος την οποία σήμερα βλέπουμε με νοσταλγία. Ο ΕΟΤ δεν πήρε απλά γη για να χτίσει ξενοδοχεία. Εφτιαξε πρότυπες μονάδες τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία, ήθελε να υποδείξουν πώς πρέπει να αναπτυχθεί ο τουρισμός στην Ελλάδα».
Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Φιλιππίδης, ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ και ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά της ελληνικής αρχιτεκτονικής, εξηγεί τον ρόλο που διαδραμάτισαν τα Ξενία στη γέννηση της τουριστικής αγοράς στη χώρα μας και την αρχιτεκτονική και ιστορική τους σημασία. «Ηταν μικρές μονάδες που εντάσσονταν στην περιοχή και το τοπίο με φοβερή σχολαστικότητα. Ο ρόλος τους ήταν υποδειγματικός. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τι χτιζόταν λίγο νωρίτερα και παράλληλα στην Ελλάδα. Τα Ξενία λοιπόν έβαλαν ένα “γκέμι” για το τι πουλάς στους ξένους. Η υπερβολική “ελληνικότητα” και “γλυκερότητα” με την οποία είχαν πειραματιστεί οι προηγούμενοι, με τον Αρη Κωνσταντινίδη κόβεται με το μαχαίρι. Η αρχιτεκτονική συγκρατήθηκε και δεν έγινε σκηνογραφία, για παράδειγμα δεν έμοιαζε το Ξενία της Καλαμπάκας με μοναστήρι».
Η κλίμακά τους ήταν ιδιαίτερα σημαντική. «Επίτηδες ήταν μικρά. Ηταν ένα υπόδειγμα του πώς μπορούν να γίνουν περισσότερα δωμάτια χωρίς να καταλήξεις με ένα κτίριο-μπαούλο, μια πολυκατοικία. Αυτό ήταν και το δεύτερο μάθημα που έδωσαν τα Ξενία, τα μεγέθη».
Η έλευση του μαζικού τουρισμού ήταν η «ταφόπλακα» των Ξενία. «Οταν άρχισαν τα τσάρτερ, ήταν αδύνατο πια να εξυπηρετηθούν από τα Ξενία. Ακολούθησε η απαίτηση περισσότερες κλίνες, για πολυτέλεια, ανεβασμένες παροχές. Τα Ξενία ήταν λιτά και δεν μπορούσαν πλέον να πρωταγωνιστούν. Δεν ήταν όμως απαραίτητο να κλείσουν, πάντα υπάρχει περιθώριο για μονάδες με διαφορετικές προδιαγραφές. Ο ΕΟΤ φρόντισε να τα εκμισθώσει σε ιδιώτες που τα επισκεύαζαν στοιχειωδώς, κάτι που συνέβαλλε στην απαξίωση και σταδιακή τους εγκατάλειψη. Σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όμως, ανάλογα ξενοδοχεία λειτούργησαν με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, απευθυνόμενα σε έναν εξειδικευμένο τουρισμό».
Ο κ. Φιλιππίδης πιστεύει ότι η κήρυξή τους ως διατηρητέα δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. «Την εποχή που τα γκρέμιζαν ή τα άφηναν να ρημάξουν, ο σύλλογος των αρχιτεκτόνων και το ΤΕΕ έκαναν πάρα πολλές προσπάθειες για τη διάσωσή τους. Μέσα από αυτή τη φασαρία, κατέληξε να κηρυχθεί διατηρητέος ένας μικρός αριθμός Ξενία. Αυτή η επιλογή όμως ήταν ατυχής, κανείς δεν είδε τα πράγματα με ρεαλισμό, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως τι θα ήταν πρακτικά χρήσιμο ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν. Ποτέ δεν είδε η πολιτεία το θέμα με πρακτική ματιά, πόσα και ποια πρέπει να σωθούν, με ποιον τρόπο. Κατά τη γνώμη μου χρειάζεται μια μελέτη που να κρίνει με ψυχρή λογική και μια πολιτεία που να αναζητήσει τα επιχειρηματικά σχήματα εκείνα που θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας κάτι τέτοιο».
Το πρόγραμμα «Ξενία» δεν περιελάμβανε μόνο ξενοδοχεία, αλλά περισσότερα από 70 τουριστικά κτίρια, όπως οδικούς σταθμούς και τουριστικά περίπτερα. Χωρίστηκε σε δύο φάσεις: στην πρώτη (1951-57) υπό τον Χαράλαμπο Σφαέλλο και τη δεύτερη (1957-1967) υπό τον Αρη Κωνσταντινίδη. Τα ξενοδοχεία ήταν περισσότερα από 50 εκ των οποίων τουλάχιστον τρία έχουν κατεδαφιστεί και αρκετά έχουν αλλάξει χρήση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου