Μια βόλτα στην Πλατεία Γεωργίου στη δεκαετία του εξήντα -- Κρέμα ξυλάκι μια δραχμή

 Του  Χρόνη X. Παπανικολόπουλου*  

Διασχίζω με την κόρη μου την πλατεία Γεωργίου.

Ξαφνικά ζαλίζομαι. Γυρίζω προς το πλάι, στην πλευρά του καφενείου του Κουτρουμπάνου και βλέπω τη μάνα μου και τη θεία μου, νέες, να με φωνάζουν. Κοιτάζω προς τα κάτω και βλέπω ότι φοράω κοντά παντελόνια. Ωχ κάτι τρέχει με τον χρόνο...

Πρέπει να πλησιάσω, γιατί ο Γιώργης, το γκαρσόνι, έχει έρθει, με τον τεράστιο δίσκο του, για παραγγελία.

«Θα πάρεις πορτοκαλάδα ή λουκούμι;» ρωτάει η μάνα μου.

«Πορτοκαλάδα» της απαντάω, ελπίζοντας να πάρω μετά και ένα παγωτό ξυλάκι κακάο ΕΒΓΑ από τον Τάκη τον περίπτερά.

«Γώργο δύο μπυράκια “ΜΑΜΟΣ” και μια πορτοκαλάδα».

Κάθομαι και περιμένω τη θριαμβευτική επιστροφή του Γιώργου με τον τεράστιο δίσκο, όπου καταφέρνει να τον ισορροπεί στον ώμο του, μεταφέροντας πιάτα με μεζέ σε τρεις σειρές το ένα πάνω στο άλλο -τοποθετημένα πυραμιδωτά- με ποτήρια γεμάτα νερό, μπουκάλια μπύρας και αναψυκτικών. Δεν του έχει πέσει ποτέ του Γιώργου ο δίσκος. Πολλές φορές δε, οι σπάνιοι τουρίστες της πλατείας κάθονται και τον χαζεύουν με θαυμασμό και χαμόγελα.

Α! Ξέχασα την τεράστια ποδιά με την τσέπη που έχει μέσα ανοιχτήρια, χρήματα, πετσέτες και ό,τι άλλο μπορεί να χρειαστεί στη δουλειά του.

 Κάθομαι να πιω την πορτοκαλάδα, κάνοντας το καλό παιδί, ευελπιστώντας και σε παγωτό. Τα άλλα παιδιά παίζουν μπάλα με ένα νάιλον πλαστικό τόπι, από αυτά που πουλάει ο Τάκης ο περιπτεράς. Εχει της μιας δραχμής και του δίφραγκου. Συνήθως παίζουμε με μικρό τόπι της μιας δραχμής, διότι όταν πέφτει στο σιντριβάνι και δεν προλαβαίνουμε τον Νίκο τον φύλακα της πλατείας, η μπάλα κατάσχεται!!!!

Εχει δίκιο ο καημένος, αφού καταστρέφουμε και το στρογγυλό κηπάριο, που υπάρχει ακόμα και σήμερα γύρω από τα σιντριβάνια. Ζαλίζουμε δε και τον κόσμο που κάθεται στα καφενεία να πιει μια μπύρα.

Από μακριά φαίνεται ο «μυγδαλάς» - με το ένα χέρι- που τώρα που τελείωσαν οι αγκιναραούλες, οι άγριες, πουλάει φρέσκα και ψημένα μύγδαλα μέσα στο μικρό καλάθι που κρεμάει απ’ το ανάπηρο χέρι, το οποίο καλύπτει με μια γκρι κάλτσα. Αγωνιστής, μεροκαματιάρης. Γυρνάει όλη την ημέρα σ’ όλες τις πλατείες της Πάτρας για το μεροκάματο. Και φυσικά πάει και μέχρι τον Φάρο, στο λιμάνι, τρεις-τέσσερις φορές την ημέρα. Κοιτάω γύρω, μήπως και σκάσει μύτη ο πατέρας μου, που πάντα παίρνει ένα φράγκο φρέσκα μύγδαλα, με λίγο αλάτι ψιλό στο μικρό λευκό χαρτάκι για να συνοδεύσει το ούζο του.

Ανάμεσα στα τραπέζια γυρνάει και ο Γεροντίνης, ο αδύνατος, ψηλός εφημεριδάς. Πρωινές εφημερίδες -μόνον πατρινές- ΝΕΟΛΟΓΟΣ, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ, ΗΜΕΡΑ και κάθε Δευτέρα μόνον ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, το μεσημέρι φτάνουν οι πρωινές αθηναϊκές και το απόγευμα κατά τις έξι οι απογευματινές. Ετσι τώρα, κρατώντας τη δερμάτινη αυτοσχέδια θήκη με το ένα λουρί και απίστευτο βάρος, γιατί έχει όλες τις εφημερίδες μέσα!!!! Περιφέρεται, περπατώντας μονόπαντα, προσπαθώντας να μεταφέρει το βάρος στην κατακόρυφο, πουλώντας φύλλο-φύλλο τις εφημερίδες στους θαμώνες των καφενείων.

Εφτασε η ώρα να τολμήσω να ζητήσω παγωτό. Ελπίζω στην παρουσία της θείας μου. Κρέμα ξυλάκι μια δραχμή, κακάο ξυλάκι μιάμιση δραχμή, κρέμα σοκολάτα ξυλάκι δυόμισι δραχμές. Τα υπόλοιπα τα ξεχνάμε είναι ακριβά.

Τολμάω να ζητήσω κακάο ξυλάκι και ως εκ θαύματος επεμβαίνει η θεία μου και η μάνα μου λέει ναι. Τρέχω με χίλια στον Τάκη τον περίπτερά, ανοίγει τον παράδεισο -το ψυγείο της ΕΒΓΑ- και μου δίνει το ξυλάκι. Τη μιάμιση θα πληρώσει η μάνα μου αργότερα μαζί με τα άφιλτρα ΚΑΡΕΛΙΑ ΑΓΡΙΝΙΟΥ του πατέρα μου. Φουσκώνω τη χάρτινη σακούλα του παγωτού για να ξεκολλήσει και να μπορέσω να τη βγάλω και ξεκινάει η απόλαυση.

Κάθομαι στο κοντινότερο παγκάκι -δεν είσαι για πολλές μετακινήσεις με παγωτό ξυλάκι στο χέρι- και παρατηρώ τους ταξιτζήδες της πιάτσας που ξεσκονίζουν με πούπουλα τα ακριβά αυτοκίνητά τους. Σέβρολετ, Μερσεντές, Τάουνους, Πόντιακ, Ντόιτς, Μπούικ, Φορντ.

Περιμένουν να κτυπήσει η σειρήνα του τηλεφώνου και να τους φωνάξει ο Βανταράκης, που έχει μπροστά στο καφενείο του το τηλέφωνο. Ο Βανταράκης φωνάζει από ένα μεγάφωνο τα ονόματά τους.

Ταβουλάρης, Σολεϊμετζίδης, Κόκκινος, Πατρινός, Σουγιάς, Παπαντρέας, Μάνθος, Γάτος, Φραγκάκης.

Το καφενείο του Βανταράκη είναι προς την Κορίνθου, λίγο πιο πάνω από τον Κουτρουμπάνο.

Περνώντας την Κορίνθου συναντάμε ένα από τα ιστορικότερα ουζάδικα της Πάτρας, τον Σταθάτο. Τα δύο αδέλφια, ο Χριστόδουλος και ο κυρ Αντώνης σερβίρουν ούζο με ζαρζαβατικά. Αυστηρά. «Αν θες ψωμί και πεινάς να πας εστιατόριο» λέει ο Χριστόδουλος εάν του ζητήσει κάποιος ψωμί.

Συνεχίζοντας την περιήγηση της πλατείας συναντάς το κτίριο του ΕΡΜΗ, το κτίριο του Εμπορικού Συλλόγου και φτάνεις στο γωνιακό κτίριο του κινηματογράφου στον όροφο και τα εμπορικά καταστήματα και το ζαχαροπλαστείο του Κόντου με τους λουκουμάδες στο ισόγειο του κτιρίου. Αν ήταν Σάββατο ή Κυριακή, ο Κόντος θα ήταν γεμάτος με πελάτες που πάνε για «ειδώματα» σε συνοικέσια. Ε, όλα τα «ειδώματα» στην Πάτρα γίνονται στους λουκουμάδες του Κόντου.

Στέκομαι στο επάνω συντριβάνι, δίπλα στα ουρητήρια και παρατηρώ τέσσερις «λούστρους» με τα κασελάκια τους, καθισμένους στη σειρά, να περιμένουν περαστικούς να γυαλίσουν τα παπούτσια τους.

Κατηφορίζω και παρατηρώ μια μαμά να προσπαθεί ν ’ακινητοποιήσει το παιδάκι της, μπροστά στο τρίποδο του Μάνθου του φωτογράφου. Ο Μάνθος προσπαθεί να προλάβει τις κινήσεις του μικρού, αγωνιζόμενος με το ένα χέρι μέσα σ’ εκείνη τη μαύρη φυσούνα της μηχανής. Οι φωτογράφοι, τρεις τα σαββατοκύριακα που έχει κίνηση, στήνουν τα τρίποδά τους πάντα στο επάνω συντριβάνι.

Κατηφορίζω, γιατί πλησιάζει η ώρα της αμπάρας. Αφού μας βούτηξε το τόπι ο κυρ-Νίκος ο φύλακας, θα παίξουμε αμπάρα.

Βάζουμε πόδια, για να δούμε ποιος διαλέγει πρώτος και ξεκινάμε...

*Ο Χρόνης Παπανικολόπουλος είναι πολιτικός μηχανικός.

 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ :

-Η πλατεία Γεωργίου Α’ την δεκαετία 1960

-Το περίπτερο του Τάκη ( στο κάτω μέρος της πλατείας )

Πηγή : εφημερίδα Πελοπόννησος 18/2/2024

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου