Με δύο αποφάσεις του ΣτΕ: Παράνομη και η παράταση της παραγραφής - Παράνομες και οι δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών!

Σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 3316/2014 η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις.



Το σκεπτικό:

...
8. Επειδή, το κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 περ. ε΄ του ν. 3296/2004 μέτρο της δεσμεύσεως των τραπεζικών λογαριασμών και οιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχομένου προσώπου.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι καθ’ όσον χρόνο διαρκεί η δέσμευση το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσεως και διαθέσεως των δεσμευθέντων περιουσιακών στοιχείων του (και δη ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά ιδρύματα), το πρόσωπο αυτό υφίσταται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων του και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του, ήτοι αγαθών, των οποίων η προστασία κατοχυρώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ.1 και 5 παρ.1 του Συντάγματος. Και ναι μεν η θέσπιση του μέτρου αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος [ήτοι, στη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου προσώπου για να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτού σε περίπτωση διαπιστώσεως – βάσει του πορίσματος της σχετικής έρευνας – της εκ μέρους του τελέσεως της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στη διασφάλιση των αναγκαίων στοιχείων για την έρευνα], αλλά ο ως άνω σκοπός του νομοθέτη – και μόνον αυτός – δεν εξαρκεί για να καταστήσει συνταγματικώς ανεκτή τη ρύθμιση, εφ’ όσον μάλιστα αυτή δεν έτυχε περαιτέρω εξειδικεύσεως με το π.δ. 85/2005. Επεβάλλετο, επί πλέον, εν όψει επεμβάσεως του κοινού νομοθέτη σε συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, αφ’ ενός μεν να διαγράφονται οι προϋποθέσεις της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων στον ίδιο τον νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, αφ’ ετέρου δε η ρύθμιση να κινείται εντός των ορίων που τάσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Όμως, η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 περ. ε΄ του ν. 3296/2004 ορίζει ότι η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων επιβάλλεται «σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου».

Με τη χρήση αυτών των αορίστων εννοιών καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη Διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται από τον ίδιο τον νομοθέτη, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο, οι προϋποθέσεις της επιβολής του μέτρου.
Περαιτέρω, ο νομοθέτης δεν θέτει περιορισμό ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία επιτρέπεται να τίθενται υπό δέσμευση από τη Διοίκηση, ούτε – κυρίως – ως προς τη χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως. Τέλος, δεν ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία της επιβολής και της άρσεωςτης δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, με σχετική νομοθετική πρόβλεψη διαδικαστικών εγγυήσεων, ανάλογων προς τη σοβαρότητα του κατά περίπτωση λαμβανόμενου μέτρου.

Υπό τα ανωτέρω δεδομένα,η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 περ. ε΄ του ν. 3296/2004, ως έχει, αντίκειται στα άρθρα 5 παρ.1, 17 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος και δεν δύναται να προσλάβει άλλο περιεχόμενο, ώστε να καταστεί συνταγματικώς ανεκτή, με ερμηνεία της από τον δικαστή, διότι το έργο τούτο θα υπερέβαινε τα όρια της ερμηνείας και θα ισοδυναμούσε με θέσπιση νέας διατάξεως, ήτοι με άσκηση νομοθετικής εξουσίας. Για τους εκτεθέντες δε λόγους η διάταξη αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.


---------------

Αντισυνταγματική και η αναδρομική παράταση του χρόνου της παραγραφής υποθέσεων των οποίων ο χρόνος είχε ήδη παραγραφεί.

Σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 3174/2014  είναι παράνομη και η παράταση της παραγραφής του 1999

Το σκεπτικό :

Με την διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του ν. 2676/1999 «παρατάθηκε» ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου οι οποίες, κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (5.1.1999), είχαν ήδη, από 31.12.1998, υποπέσει στη δεκαετή παραγραφή του άρθρου 102 παρ. 1 περ. α του ν.δ. 118/1973.

Η διάταξη αυτή του ν. 2676/1999, καθώς αφορά παραγεγραμμένες αξιώσεις των οποίων η παραγραφή είχε αρχίσει πριν από το προηγούμενο της δημοσιεύσεώς της οικονομικό έτος, είναι ανίσχυρη, ως αντικείμενη στο άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος.
Είναι δε άνευ σημασίας, από την άποψη αυτή, ότι η εν λόγω διάταξη, προσλαμβάνοντας, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου νόμου, αναδρομική ισχύ, από 23.11.1998, εμφανίζεται πλασματικά να ισχύει σε χρόνο κατά τον οποίο οι σχετικές αξιώσεις δεν είχαν ακόμη παραγραφεί.

Το διοικητικό εφετείο, απορρίπτοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση έφεση του Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία, κατ’ αποδοχή της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, είχαν ακυρωθεί οι εν λόγω πράξεις, έκρινε ότι οι πράξεις αυτές ήταν ακυρωτέες γιατί είχαν επιδοθεί στην αναιρεσίβλητη μετά την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως του Δημοσίου, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 περ. α του ν.δ. 118/1972, είχε, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, συμπληρωθεί στις 31.12.1998· οι δε διατάξεις του άρθρου 85 παρ. 1 και 4 του ν. 2676/1999, με τις οποίες είχε μετά ταύτα παραταθεί αναδρομικά ο χρόνος της παραγραφής, ήταν αντισυνταγματικές και ανίσχυρες.
 
( Επιμέλεια ενημέρωσης Λογιστικό Γραφείο Πολυχρόνη Θωίδη  - Πάτρα )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου