Φαν Τι Κιμ Φουκ: Η γυναίκα πίσω από το «Κορίτσι της Ναπάλμ»

 

Η φωτογραφία της να τρέχει σοκαρισμένη και γυμνή από τον βομβαρδισμό του χωριού της με ναπάλμ, στο Βιετνάμ, είναι από τις πιο εμβληματικές του 20ου αιώνα. Πενήντα χρόνια μετά, η Φαν Τι μάχεται για την ειρήνη

«Μεγάλωσα στο μικρό χωριό Τραγκ Μπαγκ στο Νότιο Βιετνάμ. Η μητέρα μου είπε ότι γελούσα πολύ ως νέο κορίτσι», θυμάται η Φαν Τι Κιμ Φουκ.

«Όμως όλα άλλαξαν στις 8 Ιουνίου 1972», περιγράφει σε άρθρο της στους New York Times.

Ο δυνάμεις του Νοτίου Βιετνάμ, σύμμαχοι των ΗΠΑ, προσπαθούσαν τότε επί τρεις ημέρες να διώξουν τους Βιετκόνγκ από την περιοχή και να ανοίξουν ξανά τον κοντινό αυτοκινητόδρομο, κρίσιμο για τον ανεφοδιασμό τους.

Σε συντονισμό με τους Αμερικανούς, η Πολεμική Αεροπορία του Νότου έστειλε εκείνη την ημέρα αεροπλάνα Skyraider για να ρίξουν βόμβες ναπάλμ στις θέσεις του εχθρού.

«Έχω μόνο σκόρπιες αναμνήσεις από εκείνη τη φρικτή μέρα», γράφει η Φαν Τι, που είχε καταφύγει με την οικογένειά της και άλλους χωρικούς σε έναν κοντινό βουδιστικό ναό, σε αναζήτηση ασφαλούς καταφυγίου.

«Έπαιζα με τα ξαδέρφια μου στην αυλή. Μετά, ένα αεροπλάνο να χιμά προς τα κάτω και ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Έπειτα εκρήξεις, καπνός και βασανιστικός πόνος. Ήμουν 9 ετών».

«Το ναπάλμ κολλάει πάνω σου ανεξάρτητα από το πόσο γρήγορα τρέχεις, προκαλώντας φρικτά εγκαύματα και πόνο που διαρκούν για μια ζωή», τονίζει.

«Δεν θυμάμαι να τρέχω και να ουρλιάζω. Όμως η φωτογραφία και οι εξιστορήσεις άλλων καταδεικνύουν ότι το έκανα»…

Την Τετάρτη συμπληρώθηκαν ακριβώς 50 χρόνια από εκείνη τη στιγμή, που απαθανάτισε με τον φακό του ο φωτογράφος του Associated Press Χιούγκ Κογκ «Νικ» Ουτ και έμελλε να γίνει μια από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες του πολέμου του Βιετνάμ και του 20ου αιώνα.

Ο Αμερικανός τότε πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον αμφισβήτησε αρχικά την αυθεντικότητα της.

Όμως η Φαν Τι έγινε η ζωντανή απόδειξη αυτού ακριβώς που έλεγε ο τίτλος της φωτογραφίας: «Ο τρόμος του πολέμου»

Μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις

Η φωτογραφία του «Νικ» Ουτ, που το 1973 απέσπασε το βραβείο Πούλιτζερ, λίγο έλειψε να μην δημοσιευτεί.

Αρχικά απορρίφθηκε από τα κεντρικά γραφεία του AP στη Νέα Υόρκη λόγω της γύμνιας του παιδιού.

«Οι γυμνές φωτογραφίες ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, και ειδικά οι μπροστινές όψεις, ήταν ένα απόλυτο “όχι” στο Associated Press το 1972», είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξη ο Ουτ.

Τελικά επικράτησε η λογική και το δημοσιογραφικό κριτήριο.

Τέσσερις ημέρες μετά τη λήψη της η φωτογραφία της Φαν Τι να τρέχει σε απόγνωση, έχοντας μόλις πετάξει τα φλεγόμενα ρούχα της και ουρλιάζοντας από τον πόνο ήταν σε όλα τα διεθνή πρωτοσέλιδα και αποτυπωμένη στη συλλογική μνήμη.

Στο μεσοδιάστημα, της είχε σώσει τη ζωή.

Όταν ο Ουτ συνειδητοποίησε μετά τα πρώτα κλικ την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν το μικρό κορίτσι, έσπευσε να ρίξει πάνω της νερό και τη μετέφερε μαζί με άλλα τραυματισμένα παιδιά στο πιο κοντινό νοσοκομείο.

Πήρε σχεδόν μισή ώρα για να φτάσει εκεί με το φορτωμένο με πόνο και φρίκη βανάκι του.

Όταν οι γιατροί του είπαν ότι δεν υπήρχε χώρος και ότι έπρεπε να μεταφέρει τα τραυματισμένα παιδιά στη Σαϊγκόν, 50 χιλιόμετρα μακριά, εκείνος απελπίστηκε.

«Τους είπα: «Αν μείνει ακόμη μία ώρα ακόμη έτσι, θα πεθάνει», περιέγραψε ο Ουτ σε παλαιότερη συνέντευξή του.

Ήδη θεωρούσε ότι το 9χρονη κορίτσι -που έφερε εγκαύματα τρίτου βαθμού στο ένα τρίτο τους σώματός της- ζούσε από θαύμα…

Με τα πολλά, έβγαλε το πάσο του φωτορεπόρτερ και είπε στους γιατρούς ότι η φωτογραφία των παιδιών θα εμφανιζόταν στις εφημερίδες όλου του κόσμου την επόμενη μέρα.

«Αν κάποιος από αυτούς πεθάνει, θα έχετε πρόβλημα», τους απείλησε.

«Αν δεν την βοηθούσα και πέθαινε», είχε πει χρόνια αργότερα, «νομίζω ότι μετά από αυτό θα αυτοκτονούσα».

Από το «Κορίτσι της Ναπάλμ», ακτιβίστρια ειρήνης

Μετά τις πρώτες βοήθειες, η Φαν Τι νοσηλεύτηκε 14 μήνες στο αμερικανικό νοσοκομείο της Σαϊγκόν.

Στην αρχή «δεν είχα ιδέα πού ήμουν ή τι μου είχε συμβεί», λέει η ίδια. «Ξύπνησα και ήμουν στο νοσοκομείο με τόσο πόνο».

Υποβλήθηκε σε 17 χειρουργικές επεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων μεταμοσχεύσεων δέρματος.

Στο μεσοδιάστημα, όλοι τη γνώριζαν ως το «Κορίτσι της Ναπάλμ».

Η ίδια ντρεπόταν για τη γυμνή φωτογραφία και για τις παραμορφώσεις στο σώμα της. Τη φρίκη της επίθεσης την είχε λίγο -πολύ απωθήσει, λόγω και του σοκ, από τη μνήμη της.

«Μεγαλώνοντας ήθελα μερικές φορές να εξαφανιστώ. Όχι μόνο λόγω των τραυμάτων μου -τα εγκαύματα προκαλούσαν έντονο, χρόνιο πόνο- αλλά και λόγω της ντροπής και της αμηχανίας για την  παραμόρφωσή μου», επισημαίνει στο άρθρο της.

«Προσπάθησα να κρύψω τα σημάδια μου κάτω από τα ρούχα. Είχα τρομερό άγχος και κατάθλιψη. Τα παιδιά στο σχολείο με απομάκρυναν. Ήμουν μια φιγούρα οίκτου για τους γείτονες και, σε κάποιο βαθμό, για τους γονείς μου. Καθώς μεγάλωνα, φοβόμουν ότι κανείς ποτέ δεν θα με αγαπήσει».

Μόνο μετά από θεραπεία σε μια ειδική κλινική στη Δυτική Γερμανία, το 1982, κατάφερε να αποκαταστήσει την κινητικότητά της.

Ήταν την ίδια χρονιά, έχει πει σε συνεντεύξεις της, που είχε σκεφτεί την αυτοκτονία.

Μέχρι που βρήκε την Καινή Διαθήκη στη βιβλιοθήκη της Σαϊγκόν. Και κάπως έτσι, στο κομμουνιστικό Βιετνάμ, έγινε χριστιανή και στράφηκε στην πίστη.

Τέσσερα χρόνια μετά, κι ενώ είχε αναχθεί σε σύμβολο από την κυβέρνηση της χώρας της, πήρε άδεια για σπουδές ιατρικής στην Κούβα.

Εκεί γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της.

Επιστρέφοντας από το ταξίδι του μέλιτος στη Μόσχα, το 1992, βρήκαν την ευκαιρία σε μια στάση του αεροπλάνου για ανεφοδιασμό στη Νέα Γη για να ζητήσουν πολιτικό άσυλο στον Καναδά.

Έκτοτε ζουν κοντά στο Τορόντο. Έχουν πολιτογραφηθεί Καναδοί. Έκαναν δυο παιδιά.

Από το 1997 εν τω μεταξύ η Φαν Τι λειτουργεί το Διεθνές Ίδρυμα Κιμ Πουκ, με στόχο την παροχή ιατρικής και ψυχολογικής βοήθειας σε παιδιά θύματα πολέμων.

Η αρχή έγινε μάλιστα στις ΗΠΑ.

Στο πέρασμα των χρόνων, το ίδρυμά της έχει υποστηρίξει δεκάδες σχετικά έργα και προγράμματα, σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο.

Σε αναγνώριση της προσφοράς της στην προώθηση μιας κουλτούρας ειρήνης μέσω της συμφιλίωσης και της ανεκτικότητας, η ίδια είναι εδώ και πολλά χρόνια Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNESCO για τον πολιτισμό της ειρήνης, ενώ το 2019 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης της Δρέσδης.

Η ωμή αλήθεια του πολέμου

«Ξέρω πώς είναι να βομβαρδίζεται το χωριό σου, το σπίτι σου να ερημώνεται, να βλέπεις μέλη της οικογένειας να πεθαίνουν και πτώματα αθώων πολιτών να κείτονται στο δρόμο», αναφέρει στους ΝΥΤ.

Αυτές είναι οι εικόνες των πολέμων παντού, επισημαίνει, όπως συμβαίνει με «τις πολύτιμες ανθρώπινες ζωές που καταστρέφονται σήμερα στην Ουκρανία».

Αλλά «κατά έναν διαφορετικό τρόπο, συμβαίνει και με τους μαζικούς πυροβολισμούς στα σχολεία» των ΗΠΑ, παρατηρεί, στον απόηχο του πρόσφατου μακελειού στο Τέξας.

Εν προκειμένω, λέει, «μπορεί να μην βλέπουμε τα πτώματα, όπως γίνεται με τους πολέμους σε άλλες χώρες, όμως αυτές οι επιθέσεις είναι το εσωτερικό αντίστοιχο του πολέμου».

«Η σκέψη να δημοσιοποιηθούν οι εικόνες ενός μακελειού, ειδικά παιδιών, μπορεί να φαντάζει αφόρητη». Όμως «είναι ευκολότερο να κρυφτούμε από την πραγματικότητα του πολέμου, αν δεν δούμε τις συνέπειες», τονίζει.

Πρέπει αυτή η βία να αντιμετωπιστεί χωρίς περιστροφές, προτείνει,   και το πρώτο βήμα είναι να τη δει ο κόσμος κατάματα, όπως ακριβώς συνέβη και με την δική της περίπτωση πριν από μισό αιώνα.

«Αυτή η εικόνα θα χρησιμεύει πάντα ως υπενθύμιση του ανείπωτου κακού για το οποίο είναι ικανή η ανθρωπότητα», λέει η σήμερα 59χρονη Φαν Τι, που ακόμη φέρει εμφανή σημάδια από τα εγκαύματα από τη ναπάλμ.

«Όμως πιστεύω», καταλήγει, «ότι η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα και η συγχώρεση θα είναι πάντα πιο ισχυρές από κάθε είδους όπλο».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου